ΚΥΠΡΙΑΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ

ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΚΥΠΡΙΑΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ

Προϊόντα Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ):

  • Λουκούμι Γεροσκήπου
  • Κουφέτα Αμυγδάλου Γεροσκήπου
  • Παφίτικο Λουκάνικο
  • Γλυκό Τριαντάφυλλο Αγρού
  • Λούντζα Πιτσιλιάς
  • Λουκάνικο Πιτσιλιάς
  • Ζιβανία

  • Ούζο

Προϊόντα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ):

  • Κολοκάσι Σωτήρας/ Κολοκάσι-Πούλλες Σωτήρας
  • Κουμανδαρία

 

ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ

Xαλλούμι: χαρακτηριστικό τυρί της Κύπρου, η παραγωγή του οποίου χρονολογείται από τα πολύ παλιά χρόνια και κατέχει εξέχουσα θέση στο κυπριακό διαιτολόγιο. Είναι το κυριότερο είδος άσπρου τυριού (ημίσκληρο) και παρασκευάζεται κυρίως από πρόβειο ή κατσικίσιο γάλα και ενίοτε από μείγμα αιγοπρόβειου και αγελαδινού. Καθώς ωριμάζει, αποκτά πιο έντονη και αλμυρή γεύση. Διατηρείται σε υψηλές θερμοκρασίες και καταναλώνεται στην αρχική του μορφή, τηγανητό, στη σχάρα κλπ. Συνδυάζεται με καρπούζι ή λούντζα και σερβίρεται με κουμανδαρία ή με ενισχυμένα ημίγλυκα και γλυκά κρασιά, καθώς επίσης και με ξυνιστέρι. Συνοδεύει επίσης ζυμαρικά και χρησιμοποιείται σε σούπες, αλλά και σε διάφορα είδη αρτοποιίας (όπως χαλλουμωτές).

Παφίτικο τυρί: παρασκευάζεται την περίοδο του Πάσχα στην επαρχία της Πάφου από γάλα πρόβειο, αιγινό ή μείγμα αυτών. Είναι σκληρό και κίτρινο εξωτερικά, με τις χαρακτηριστικές ραβδώσεις του «ταλαριού» μέσα στο οποίο ψήνεται. Καταναλώνεται με ψωμί, αλλά κυρίως χρησιμοποιείται στην παρασκευή των πασχαλινών φλαούνων.

Χαλίτζια Τηλλυρίας: μαλακό τυρί λευκού χρώματος, με τρύπες και υπόξινη γεύση. Παρασκευάζονται στις περιοχές της Τηλλυρίας και της Τσακκίστρας, από νωπό πρόβειο ή αιγινό γάλα, ή μείγμα αυτών. Καταναλώνονται κομμένα στη σαλάτα, ή με ψωμί, ή μόνα τους ραντισμένα με ελαιόλαδο και πασπαλισμένα με ρίγανη.

Αναρή: μαλακό τυρί, υποπροϊόν της παρασκευής του χαλλουμιού, το οποίο παράγεται μετά την αφαίρεση του τυροπήγματος για χαλλούμι. Υπάρχουν δύο είδη αναρής: η ανάλατη, που χρησιμοποιείται συνήθως για την παρασκευή παραδοσιακών γλυκισμάτων όπως τα πουρέκια της αναρής κι η αναρόπιτα, και η αλατισμένη, που συνήθως ξεραίνεται για να διατηρηθεί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

ΑΛΛΑΝΤΙΚΑ - ΚΡΕΑΤΟΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ

Παραδοσιακά αλλαντικά: : τα κυριότερα είδη αλλαντικών είναι τα λουκάνικα, η λούντζα, το χοιρομέρι και η ποσυρτή, που φτιάχνονται από χοιρινό κρέας, καθώς και το απόχτιν και η τσαμαρέλα που παρασκευάζονται από κρέας αίγας ή τράγου. Συνοδευόμενα από ένα ποτηράκι κρασί ή ζιβανία αποτελούν τον κατεξοχήν κυπριακό μεζέ. Παρόλο που η παραδοσιακή παρασκευή των αλλαντικών έχει περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό λόγω της ανάπτυξης της βιομηχανοποιημένης αλλαντοποιίας, εντούτοις σε πολλές κοινότητες της υπαίθρου και κυρίως της Πιτσιλιάς, συνεχίζεται σήμερα ο παραδοσιακός τρόπος παρασκευής τους. Τα αλλαντικά αποτελούσαν τη βασικότερη τροφή των αγροτικών οικογενειών. Η απουσία ψυγείων οδήγησε στην εξεύρεση μεθόδων συντήρησης του κρέατος, εξασφαλίζοντας την ολόχρονη κατανάλωσή του.

Παφίτικο λουκάνικο: παρασκευάζεται στις κοινότητες της Επαρχίας Πάφου από χοιρινό κιμά που ωριμάζει σε κόκκινο ξηρό, τοπικό κρασί και αποξηραίνεται στον ήλιο. Είναι προϊόν Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης (Π.Γ.Ε) και καταναλώνεται τηγανητό ή ψημένο στα κάρβουνα και συνοδευόμενο από ντομάτα, αγγούρι, ψωμί κλπ.

Λουκάνικο Πιτσιλιάς: παρασκευάζεται στις κοινότητες της Πιτσιλιάς από χοιρινό χονδροκομμένο κιμά που ωριμάζει σε κόκκινο ξηρό κρασί της περιοχής, στον οποίο προστίθενται διάφορα μπαχαρικά και ο οποίος καπνίζεται με καύση κλαδιών γηγενών δέντρων ή θάμνων.

Τσαμαρέλα-απόχτιν: παραδοσιακοί μεζέδες που προέρχονται από αίγα και είναι ιδιαίτερα αλμυροί. Παράγονταν ευρέως στα χωριά της Μαραθάσας, καθώς και στα ορεινά χωριά της Πάφου. Σήμερα, η τσαμαρέλα παρασκευάζεται στην Πιτσιλιά. Το απόχτιν παρασκευάζεται με τον ίδιο τρόπο, με μόνη διαφορά ότι χρησιμοποιείται το κρέας με τα κόκκαλα, ενώ στην τσαμαρέλα τα κόκκαλα αφαιρούνται. Η τσαμαρέλα κατέχει τον τίτλο «Presidium» στον οργανισμό Slow Food. Η τσαμαρέλα και το απόχτιν αποτελούν ιδανικούς μεζέδες για τη ζιβανία.

Χοιρομέρι, Ποσυρτή και Λούντζα Πιτσιλιάς: τρία αλλαντικά που παρασκευάζονται από χοιρινό κρέας το οποίο “ψήνεται” (ωριμάζει) σε κόκκινο ξηρό κρασί της περιοχής και καπνίζεται με την καύση κλαδιών γηγενών δένδρων και θάμνων. Έχουν σκούρο χρώμα, αλμυρή γεύση και έντονη χαρακτηριστική μυρωδιά κρασιού και καπνού. Τα προϊόντα αυτά ιστορικά παρασκευάζονταν σε περιοχές με υψηλό υψόμετρο, εξαιτίας του ψυχρού κλίματος που ευνοούσε τη συντήρησή τους. Η διαδικασία παραγωγής είναι περίπου ίδια και για τα τρία αλλαντικά, με διαφορά το μέρος του ζώου που χρησιμοποιείται σε κάθε περίπτωση. Το χοιρομέρι Πιτσιλιάς καταναλώνεται ως μεζές ως έχει, ενώ η λούντζα και η ποσυρτή Πιτσιλιάς τηγανίζονται ή ψήνονται στη σχάρα και σερβίρονται ως επί το πλείστον για πρόγευμα, σε σάντουιτς ή ως ορεκτικό.

Ζαλατίνα: κρεατοπαρασκεύασμα από χοιρινό κρέας. Για την παρασκευή του χρησιμοποιούνται μικρά κομμάτια κρέατος από το κεφάλι, τις κνήμες, τη γλώσσα και άλλα μέρη του χοίρου, τα οποία βράζονται. Στη συνέχεια αφαιρούνται τα κόκκαλα και ξαναβράζονται με την προσθήκη ξυδιού, κομματιών κόκκινης καυτερής πιπεριάς, δεντρολίβανου και χυμού από λεμόνι και κιτρόμηλο. Το μείγμα αφήνεται να κρυώσει και να πήξει. Σερβίρεται ως ορεκτικός μεζές ο οποίος συνοδεύει την πιννιάν.

ΖΥΜΑΡΙΚΑ

Τραχανάς: ξηρό προϊόν ζύμωσης σιταριού και ξινισμένου (πρόβειου ή αιγινού) γάλακτος, που παράγεται κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Όταν βράσει καλά το μείγμα πήζει, οπότε πλάθεται σε μικρά μακρόστενα κομμάτια που απλώνονται στον ήλιο και ξηραίνονται. Ο τραχανάς είναι γνωστός σε ολόκληρη την Κύπρο και ιδιαίτερα στα χωριά, όπου η κτηνοτροφία είναι ανεπτυγμένη. Καταναλώνεται ως σούπα, ψημένος είτε σε νερό, είτε σε ζωμό από κοτόπουλο, ενώ μπορεί κανείς να προσθέσει και κομμάτια από χαλλούμι. Θεωρείται «εθνικό πιάτο» της Κύπρου και καταναλώνεται κυρίως τον χειμώνα. Η μεγάλη θρεπτική του αξία διαφαίνεται και από το γεγονός ότι οι σκληρά εργαζόμενοι συνήθιζαν να τρώνε σούπα τραχανά την αυγή, πριν φύγουν για τη δουλειά.

Μακαρόνια της σμίλας ή τρυπητά ή ροβανάτα: είδος παραδοσιακού ζυμαρικού με τρύπα. Το χαρακτηριστικό τρυπητό του σχήμα αλλά και το όνομά του οφείλονται στο ότι νοικοκυρές έδιναν σχήμα στο ζυμάρι χρησιμοποιώντας σμίλα ή στέλεχος από σκλίντζι, ανάλογα με την περιοχή. Τα μακαρόνια της σμίλας σερβίρονται με τριμμένη ξηρή αναρή ή χαλλούμι και δυόσμο.

ΑΡΤΟΠΟΙΗΜΑΤΑ

Φλαούνα: αναστάσιμο σύμβολο που συνδέεται με διάφορα πασχαλινά έθιμα και προσφέρεται ως κεραστικό. Καταναλώνεται ζεστή ή κρύα ή/και ως παξιμάδι και συνοδεύει διάφορα ροφήματα.

Αρκατένα Ομόδους: είδος κουλουριού που ζυμώνεται με προζύμι από αφρό που παράγεται μετά από ζύμωση των ρεβιθιών. Μπορούν να καταναλωθούν ως μαλακά κουλούρια, ως ψωμιά και ως παξιμάδια. Παρασκευάζονται κατά κύριο λόγο στα χωριά Όμοδος και Κοιλάνι της επαρχίας Λεμεσού.

Τερτζιελλούθκια: προϊόν αρτοποιίας που παρασκευάζεται από σκέτο ζυμάρι σαν λεπτά μακαρόνια και σε σχήμα τερτζελλιών (κρικέλια) της πόρτας, στο οποίο οφείλεται και η ονομασία τους. Τα τερτζελλούθκια ψήνονται και σερβίρονται σε αραιωμένο τερατσόμελο ή έψημα. Παραδοσιακά παρασκευάζονταν και καταναλώνονταν κατά την περίοδο των νηστειών.

ΓΛΥΚΑ

Λουκούμια: κυπριακό παραδοσιακό έδεσμα που για έναν σχεδόν αιώνα προσφερόταν ως κεραστικό στα καφενεία της υπαίθρου και στα σπίτια. Η ονομασία «λουκούμι Γεροσκήπου» αποτελεί την πρώτη ονομασία κυπριακού τροφίμου που καταχωρήθηκε ως Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη (ΠΓΕ) στο Ευρωπαϊκό Μητρώο. Η παραγωγή του προϊόντος ξεκίνησε από τον Σοφοκλή Αθανασίου στην περιοχή Γεροσκήπου από το 19ο αιώνα. Η συνταγή και η τεχνογνωσία μεταδόθηκε από γενιά σε γενιά και εφαρμόζεται μέχρι και σήμερα στην ίδια γεωγραφική περιοχή και με τον ίδιο τρόπο. Λουκούμια παράγονται επίσης στα Λεύκαρα και στο Φοινί, καθένα από τα οποία έχει τη δική του ιστορία, αφού η παρασκευή τους άρχισε επίσης από πολύ παλιά.

Σύκα Τυλληρίας: σύκα (παστά) που αποξηραίνονται στον ήλιο. Είναι μικρού μεγέθους, άσπρα και μαλακά με γλυκιά γεύση και παρασκευάζονται κατά τους μήνες Ιούλιο – Σεπτέμβριο.

Μαξίλλες Λυσού: είδος παστού σύκου που παρασκευάζεται στο χωριό Λυσός της Επαρχίας Πάφου. Φέρεται ότι το όνομά τους προέρχεται από τη λατινική λέξη «macilentus» που σημαίνει ισχνός. Παλιότερα, αποτελούσαν το χειμωνιάτικο γλυκό των κατοίκων της Λυσού. Συνοδεύονται με καρύδια.

Σουτζιούκκος – Ππαλουζές – Κκιοφτέρκα – Έψημα – Πορτός: παραδοσιακά γλυκά που παρασκευάζονται από τον χυμό των σταφυλιών κυρίως στα χωριά του Τροόδους. Η παρασκευή τους χρονολογείται στο τέλος του 19ου αιώνα, όταν άρχισε η άφθονη παραγωγή σταφυλιών στα χωριά των ορεινών/ημιορεινών περιοχών, ιδιαίτερα στη Μαραθάσα και στην Πιτσιλιά. Ο σιουτζιούκκος και τα κκιοφτέρκα αποτελούν συνοδευτικά ποτού, ιδιαίτερα της ζιβανίας. Ο ππαλουζές καταναλώνεται ζεστός ή κρύος ως επιδόρπιο. Το έψημα χρησιμοποιείται σε διάφορα γλυκά αντί ζάχαρης και μελιού. Ο πορτός συγκαταλέγεται στις μαρμελάδες.

Γλυκά του κουταλιού: μαζί με παγωμένο νερό, αποτελούσε το συνηθέστερο κέρασμα στα κυπριακά σπίτια τον περασμένο αιώνα. Πρόκειται για φρούτα και λαχανικά τα οποία ψήνονται και συντηρούνται μέσα σε σιρόπι. Σημαντική λεπτομέρεια, η δεξιοτεχνία και το μεράκι της παρασκευάστριας έτσι ώστε να αποκτήσει το γλυκό τα επιθυμητά χαρακτηριστικά. Γλυκά του κουταλιού όπως καρυδάκι, καρπούζι, κεράσι, σταφύλι, κυδώνι, σύκο, μελιτζανάκι και κολοκούι, μπορούν να συνοδεύσουν τον καφέ ή να σερβιριστούν ως επιδόρπιο μετά από γεύμα.

Γλυκό αμυγδάλου: παραδοσιακό γλυκό της περιοχής Κούρη-Ξυλουρίκου. Παρασκευάζεται με πρώτη ύλη την αμυγδαλόψυχα. Κάθε χρόνο πραγματοποιείται στον Λιμνάτη γιορτή ανθισμένης αμυγδαλιάς, κατά τη διάρκεια της οποίας παρουσιάζεται ο τρόπος παρασκευής του γλυκού.

Γλυκό τριαντάφυλλο Αγρού (ΠΓΕ): παραδοσιακό γλυκό του κουταλιού που παρασκευάζεται στην κοινότητα του Αγρού στην περιοχή της Πιτσιλιάς. Η πρώτη ύλη για την παρασκευή του είναι τα πέταλα της Ρόδης της Δαμασκηνής (Roda damascena). Το γλυκό, το οποίο ονομαζόταν και «ροδοζάχαρη», παρασκευαζόταν παραδοσιακά από τις νοικοκυρές της περιοχές για ιδία κατανάλωση, ενώ από το 1985 άρχισε να διατίθεται και σε εμπορική κλίμακα. Το «γλυκό τριαντάφυλλο Αγρού» μπορεί να καταναλωθεί ως γλυκό του κουταλιού και ως συνοδευτικό σε άλλα γλυκά όπως το μαχαλλεπί, ενώ από το 2016 αποτελεί Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη (ΠΓΕ) στο Ευρωπαϊκό Μητρώο.

Κουφέτα αμυγδάλου Γεροσκήπου (ΠΓΕ): καβουρδισμένα επιζαχαρωμένα αμύγδαλα. Η παραγωγή τους ξεκίνησε το 1985 στην κοινότητα Γεροσκήπου από τον Σοφοκλή Αθανασίου το 1895. Η «Κουφέτα Αμυγδάλου Γεροσκήπου» έχει καταχωρηθεί ως Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη (ΠΓΕ) στο Ευρωπαϊκό Μητρώο.

Χαρουπόμελο-Τερατσόμελο: το μέλι που παρασκευάζεται από τα χαρούπια, τα οποία θεωρούνται ο μαύρος «χρυσός» της Κύπρου. Το χαρουπόμελο χρησιμοποιείται για την παρασκευή παστελιού (παστέλι Ανώγυρας) και άλλων παραδοσιακών εδεσμάτων όπως τα τερτσιελλούθκια.

Παστέλι Ανωγύρας: παραδοσιακό γλυκό παρασκεύασμα του χωριού Ανωγύρα του οποίου η παρασκευή ανάγεται στην εποχή της Φραγκοκρατίας. Πρώτη ύλη για την παρασκευή του είναι το χαρουπόμελο. Κάθε Σεπτέμβρη διοργανώνεται στην Ανώγυρα το φεστιβάλ παστελιού, όπου παρουσιάζεται ο παραδοσιακός τρόπος παρασκευής.

Ροδόσταγμα Αγρού: απόσταγμα ολόκληρου του άνθους της Ροδής της Δαμασκηνής (Rosa damascena). Η παραγωγή του ροδοστάγματος πραγματοποιείτο από τα παλιά χρόνια, κατά κύριο λόγο στα ορεινά χωριά του Τροόδους και πιο συγκεκριμένα στο Μηλικούρι και τον Αγρό. Χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική.

ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ – ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ

Κυπριακή επιτραπέζια ελιά: παράγεται από την επεξεργασία των καρπών της ντόπιας κυπριακής ποικιλίας που καλλιεργείται σε όλο το νησί. Η πιο γνωστή ποικιλία είναι η τοπική κυπριακή. Αποτελεί βασικό είδος στην καθημερινή διατροφή των Κυπρίων από τα αρχαία χρόνια. Οι μαύρες ελιές συνηθίζονται σε όλα σχεδόν τα γεύματα (πρόγευμα, δεκατιανό, γεύμα, βραδινό), συνοδεύουν τα όσπρια και τις σαλάτες και χρησιμοποιούνται την αρτοποιία. Οι πράσινες και οι ξυδάτες ελιές σερβίρονται κυρίως ως μεζές.

Εξαιρετικά παρθένο κυπριακό ελαιόλαδο: παράγεται από την επεξεργασία των καρπών της ντόπιας κυπριακής ποικιλίας. Η καλλιέργεια της ελιάς στο νησί ανάγεται στην εποχή του Χαλκού. Η λέξη «Ελιά» εμφανίζεται ως τοπωνύμιο σε πολλές περιοχές της Κύπρου, στοιχείο που μαρτυρεί τη σπουδαιότητά της για ολόκληρο το νησί. Το κυπριακό ελαιόλαδο χρησιμοποιείται σε ορεκτικά και σαλάτες, σε διάφορα φαγητά και γλυκά, ως άλειμμα σε ψωμί, για μαρινάρισμα κρέατος και για τηγάνισμα.

ΦΡΟΥΤΑ – ΛΑΧΑΝΙΚΑ

Μαντόρα: ένα φρούτο που συνδυάζει το μανταρίνι και το πορτοκάλι, τόσο στο μέγεθος όσο και στη γεύση. Είναι μια ποικιλία που καλλιεργείται με την ονομασία αυτή αποκλειστικά και μόνο στην Κύπρο. Καταναλώνεται ολόκληρη απλώς ξεφλουδίζοντάς τη ή με τη μορφή χυμού όπως το κοινό πορτοκάλι. Είναι η πιο διαδεδομένη ποικιλία στην Κύπρο και η πρώτη στις εξαγωγές.

Μανταρίνια Αρακαπά: εύγευστα και αρωματικά μανταρίνια μέτριου μεγέθους, τα οποία παράγονται από μανταρινιές της ομώνυμης ποικιλίας. Η μανταρινιά του Αρακαπά, η οποία είναι γνωστή και ως κυπριακή ή ντόπια, καλλιεργείται κυρίως σε ημιορεινές περιοχές όπως η περιοχή του Αρακαπά της επαρχίας Λεμεσού, από όπου πήρε και το όνομά της.

Μανιτάρια αναθρήκας (Pleurotus eryngii var ferulae Lanzi): από τα πιο γνωστά και περιζήτητα μανιτάρια της Κύπρου. Όπως φανερώνει η ονομασία τους, τα βρίσκουμε σε περιοχές με αναθρήκες, πάνω στις ρίζες των οποίων αναπτύσσονται την άνοιξη και το φθινόπωρο.

Κυπριακή πατάτα Κοκκινογής: φημίζεται για την υπέροχη γεύση και τη σφικτή της υφή. Διακρίνεται εύκολα από το κοκκινωπό της χρώμα που αποκτάται από το εύφορο κόκκινο χώμα των Κοκκινοχωριών όπου κυρίως καλλιεργείται. Καλλιεργείται επίσης στην περιοχή δυτικά της Λευκωσίας (Ακάκι, Περιστερώνα και Αστρομερίτης).

Κολοκάσι: είδος λαχανικού που καλλιεργείται στην Κύπρο για τους εδώδιμους κορμούς του οι οποίοι ονομάζονται «μάππες» και «πούλλες». Η καλλιέργεια του κολοκασιού εντοπίζεται κυρίως στις επαρχίες Πάφου και Αμμοχώστου. Οι μάππες και οι πούλλες των δύο αυτών περιοχών διαφέρουν κυρίως στο σχήμα και στους μετασυλλεκτικούς χειρισμούς. Το κολοκάσι καταναλώνεται μαγειρεμένο με διάφορους τρόπους, π.χ. τηγανητό, γιαχνί, καπαμάς με ή χωρίς κρέας. Μπορεί επίσης να αποτελέσει ορεκτικό μεζέ τηγανισμένο σε μορφή τσιπς. Από τον Αύγουστο του 2016, η ονομασία «Κολοκάσι Σωτήρας/Κολοκάσι Πούλλες Σωτήρας» αποτελεί ονομασία καταχωρημένη ως Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ) στο Ευρωπαϊκό Μητρώο.

Καππάρι κουτρούβι ξυδάτο: αφού συλλεχθεί το καππάρι (η κάππαρη), μπαίνει σε ένα σκεύος με πολύ νερό για μία εβδομάδα και αφού στραγγιστεί μετά από 7 μέρες, τοποθετείται σε αυτό – πολύ ξύδι και αλάτι. Αφού περάσουν κάποιες ημέρες, είναι έτοιμο για κατανάλωση.

Κοκκινομανίταρο: άγριο μανιτάρι της Κύπρου που αναπτύσσεται σε πευκόφυτες περιοχές κάτω από πευκοβελόνες ή κάτω από ξισταρκές. Το όνομά του προέρχεται από το πορτοκαλο-κόκκινο χρώμα του. Η συλλογή άγριων μανιταριών αποτελεί σημαντικό κεφάλαιο στην κυπριακή διατροφή. Μέχρι και τον περασμένο αιώνα, οι Κύπριοι βάσιζαν ένα μέρος της διατροφής τους στη συλλογή άγριων τροφών.

ΞΗΡΟΙ ΚΑΡΠΟΙ

Παφίτικο φιστίκι: γνωστό επίσης και ως αράπικο φιστίκι ή φουστουκούδι. Πρόκειται για το φυτό Arachis hypogaea το οποίο καλλιεργείται στην Κύπρο κυρίως σε περιοχές της Πάφου όπως Γεροσκήπου, Αχέλεια, Τίμη, Μανδριά, Κούκλια, Αναρίτα, Νικόκλεια. Τα σπέρματα του φυτού καταναλώνονται ως ξηροί καρποί, αλατισμένοι ή μη, ενώ χρησιμοποιούνται επίσης και στη ζαχαροπλαστική.

Φουντούκια Πιτσιλιάς: Εδώδιμοι καρποί που προέρχονται από δύο ποικιλίες: τα «ντόπια» ή «μακρουλά» και τα «πειρατικά». Συναντώνται εκτενώς στην περιοχή της Πιτσιλιάς και ειδικά στις βόρειες πλαγιές της οροσειράς του Τροόδους, από τη Μαδαρή ως την Παπούτσα. Κατά τη διάρκεια του Δεκαπενταύγουστου, διοργανώνονται φεστιβάλ και χοροί για τα φουντούκια στις κοινότητες της Πιτσιλιάς.

ΨΑΡΙΑ

Πέστροφα Τροόδους: εκτρέφεται σε ιχθυοτροφεία που υπάρχουν στην οροσειρά του Τροόδους. Καταναλώνεται ψημένη στα κάρβουνα, στη σχάρα ή στον φούρνο και χρησιμοποιείται ευρέως ως βασικό συστατικό σε διάφορες συνταγές μαγειρικής.

ΟΙΝΟΣ, ΑΠΟΣΤΑΓΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΑΛΚΟΟΛΟΥΧΑ ΠΟΤΑ

Το κρασί Η Κύπρος είναι αποδεδειγμένα μία από τις παλαιότερες χώρες οινοπαραγωγής. Η καλλιέργεια του αμπελιού και η παραγωγή οίνου χρονολογούνται από το 4.000-2.000 π.Χ., σύμφωνα με ιστορικές πηγές και αρχαιολογικές μαρτυρίες. Η φήμη των οίνων της Κύπρου ήταν και εξακολουθεί να είναι σημαντική. Οι κύριες αμπελοοινικές περιοχές της Κύπρου βρίσκονται στις ημιορεινές και ορεινές κοινότητες της Λεμεσού (Κρασοχώρια και Κουμανδαρία), της Πάφου (Λαόνα Ακάμα και Βουνί Παναγιά-Αμπελιτης), της Λάρνακας και της Λευκωσίας (Πιτσιλιά). Στην κοινότητα Κυπερούντας, τα αμπελοτόπια βρίσκονται σε υψόμετρο 1.500 μέτρων και είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη.
Γηγενείς ποικιλίες της Κύπρου

 

  • Μαραθεύτικο: Ερυθρά ποικιλία που δίνει ρωμαλέους οίνους με δυνατότητες παλαίωσης. Αποτελεί μια σπάνια ποικιλία που συναντάται από τα αρχαία χρόνια.
  • Ντόπιο μαύρο: Καλύπτει πάνω από το ήμισυ του κυπριακού αμπελώνα. Είναι μια από τις δύο βασικές ποικιλίες παραγωγής Κουμανδαρίας και Ζιβανίας. Είναι μέτριας δυναμικότητας σταφύλι, δίνει κυρίως οίνους καθημερινής κατανάλωσης με ήπια οξύτητα, απλά αρώματα και μέσης δομής στη γεύση.
  • Όφθαλμο: Ερυθρά ποικιλία που καλλιεργείται κυρίως στην αμπελοοινική περιοχή Πιτσιλιάς και σε χωριά της Πάφου. Δίνει οίνους με ανοιχτό χρώμα, χαρακτηριστικό άρωμα και λεπτό σώμα με χαμηλή οξύτητα.
  • Γιαννούδι: Ερυθρά ποικιλία που αποτελεί τη νέα προοπτική της κυπριακής οινολογίας, είναι όμως φυτεμένο προς το παρόν σε περιορισμένη έκταση. Παρουσιάζει εντυπωσιακή τανική δομή και εκπληκτικά χρώματα που συγκρίνονται με ποιοτικές ποικιλίες του εξωτερικού. Διακρίνεται από αρώματα θάμνων και άγριων μούρων της κυπριακής υπαίθρου. Έχει δυνατότητες παραγωγής πολυδύναμων οίνων.
  • Πρωμάρα: Λευκή, σπάνια ποικιλία, με συμπαγείς μεγάλες ρώγες. Αντιστέκεται στην ξηρασία, δίνει οίνους με εξωτικά και λεμονάτα αρώματα.
  • Σπούρτικο: Πρώιμη λευκή ποικιλία που παράγει δροσερό λευκό οίνο με λεμονάτα αρώματα ζύμωσης.
  • Ξυνιστέρι: Η κύρια λευκή ποικιλία του κυπριακού αμπελώνα. Δίνει ποικίλους οίνους άμεσης κατανάλωσης ή μέτριας ωρίμανσης στον χρόνο και δροσερά αρώματα ζύμωσης.
  • Μοροκανέλλα: Σπάνια, υποσχόμενη, λευκή ποικιλία που καλλιεργείται στην περιοχή των «Κρασοχωρίων Λεµεσού» και της «Ηµιορεινής Πάφου» από το 1998. Χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν είναι τα γλυκά αρώματα πυρηνόκαρπων φρούτων, από φλούδες εσπεριδοειδών, κυδώνι, αμύγδαλο και λευκά λουλούδια. Μέτριο προς γεμάτο σώμα με ισορροπημένη οξύτητα.
  • Βασίλισσα: Σπάνια λευκή, αλλά υποσχόμενη ποικιλία. Στην περιοχή Βουνί Παναγιάς είναι γνωστή ως Άσπρη Φράουλα ή Τσαούση. Στο στόμα, το κρασί είναι στρογγυλό, γεμάτο, μα πάντα φρέσκο, με μέτρια επίπεδα οξύτητας. Πίνεται μόνη της ως απεριτίφ ή συνοδεύει πιάτα θαλασσινών, τυριών, ριζότο, λαχανικά με φρέσκα μυρωδικά και ψάρι με άσπρη σάλτσα.

Πέραν των γηγενών ποικιλιών, στην Κύπρο καλλιεργούνται επίσης κάποιες ευγενείς διεθνείς ποικιλίες, όπως Cabernet Sauvignon, Μourvedre (Mataro), Grenache, Syrah (Shiraz), Ασύρτικο, Malvasia Aromatica, Sauvignon Blanc και Merlot.

Ζιβανία: το παραδοσιακό αλκοολούχο ποτό της Κύπρου, , με Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη (ΠΓΕ), που είναι συνυφασμένο με την κυπριακή παράδοση και κουλτούρα. Είναι το απόσταγμα στεμφύλων σταφυλιού Ξυνιστέρι ή/και ντόπιο Μαύρο που παράγεται από απλή απόσταξη σε χάλκινους άμβυκες ασυνεχούς λειτουργίας. Από την περίοδο της Βενετοκρατίας μέχρι σήμερα, η παραγωγή ζιβανίας αποτελεί μια βασική ασχολία και σημαντική πηγή εισοδήματος για τους Κύπριους αμπελουργούς. Θεωρείτο το ποτό του “μερακλή” και μοναχικού άντρα που μετά από μια δύσκολη μέρα στη δουλειά θέλει να πιει και να πάρει δυνάμεις για την επόμενη μέρα. Συνήθως συνοδεύεται με τα λεγόμενα “τσιμπήματα” ή “τσιμπικλίκκια” .

Ούζο: άλλο ένα παραδοσιακό αλκοολούχο ποτό της Κύπρου με Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη (ΠΓΕ), μαζί με την περίπτωση της Ελλάδας, το οποίο έχει τις ιστορικές καταβολές του στην παραγωγή αρωματισμένης ζιβανίας με διάφορους σπόρους όπως ο αστεροειδής γλυκάνισος και η μαστίχα.

Κουμανδαρία: γλυκός οίνος-επιδόρπιο που εδώ και χιλιάδες χρόνια παράγεται στην αμπελοοινική Κύπρο και ειδικά στην περιοχή Κουμανδαρίας, στους πρόποδες της οροσειράς Τροόδους. Στην αρχαιότητα ήταν γνωστή ως «Κύπριο Νάμα», όμως από το 1192 μ.Χ. οι Ιππότες του τάγματος του Αγίου Ιωάννη έδωσαν στο κρασί το σημερινό του όνομα. Έχει κατοχυρωθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως προϊόν Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ). Η μέθοδος παραγωγής είναι ιδιαίτερη, μια και τα σταφύλια απλώνονται για λίγες μέρες στον ήλιο, με σκοπό να αφυδατωθούν και να συμπυκνωθούν σε σάκχαρα, προτού οδηγηθούν στο οινοποιείο. Η Κουμανδαρία παράγεται από τις ντόπιες ποικιλίες Μαύρο και Ξυνιστέρι.

Οι Δρόμοι του Κρασιού Για την εξερεύνηση της πλούσιας οινικής παράδοσης της Κύπρου μπορείτε να επισκεφτείτε τους δρόμους του Κρασιού, όπου δεκάδες οινοποιεία περιμένουν να σας υποδεχτούν για μια μοναδική εμπειρία οινογνωσίας :

  1. Διαδρομή Λαόνα – Ακάμας
  2. Διαδρομή Βουνί Παναγιάς – Αμπελίτης
  3. Διαδρομή Κοιλάδα Διαρίζου
  4. Διαδρομή Κρασοχώρια Λεμεσού
  5. Διαδρομή Περιοχή Κουμανδαρίας
  6. Διαδρομή Πιτσιλιάς
  7. Διαδρομή Ορεινής Λάρνακας – Λευκωσίας

Περισσότερες πληροφορίες στη σχετική ιστοσελίδα.

ΔΙΑΦΟΡΑ

Παφίτικη πίσσα: παρασκευάζεται από τη ρητίνη της τρεμιθίας ή τρήμιθου. Κέντρο παραγωγής ήταν το άλλοτε Τουρκοκυπριακό χωριό της Πάφου, Λέμπα. Παραγόταν επίσης στα γειτονικά χωριά Τάλα και Κισσόνεργα όπου ευδοκιμούσε η τρεμιθιά. Σήμερα η ρητίνη εισάγεται, ενώ κέντρο παραγωγής της παφίτικης πίσσας είναι η Γεροσκήπου, όπου τοπικές βιοτεχνίες ακολουθούν σε μεγάλο βαθμό την παραδοσιακή μέθοδο παραγωγής. Η πίσσα είναι σκληρή, με χαρακτηριστικά έντονη γεύση, και χρησιμοποιείται ως μαστίχα ή αρωματικό σε διάφορα γλυκά.